- επιφυλλόκαρπος
- -η, -ο (Α ἐπιφυλλόκαρπος, -ον)(για φυτά) αυτός που οι καρποί του φυτρώνουν πάνω στα φύλλα («καὶ ἔνια καρποφόρα, μεταξὺ περιειληφότα τὸν καρπόν, ὥσπερ ἡ ἀλεξανδρεία δάφνη, ἐπιφυλλόκαρπος», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φύλλον + καρπός].
Dictionary of Greek. 2013.